- βαρύπυκνοι
- βαρύπυκνοςin the lower part of themasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσόπυκνος — μεσόπυκνος, ον (Α) φρ. μουσ. «μεσόπυκνοι φθόγγοι» μια από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων τής αρχαίας ελληνικής μουσικής (βαρύπυκνοι, μεσόπυκνοι, οξύπυκνοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πυκνός (πρβλ. βαρύ πυκνος, οξύ πυκνος)] … Dictionary of Greek